αποπιεζω

αποπιεζω
    ἀποπιέζω
    ἀπο-πιέζω
    выжимать, выдавливать
    

(τὸ αἷμα ἐκ του μέσου Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποπιεζω" в других словарях:

  • αποπιέζω — (AM ἀποπιέζω) νεοελλ. 1. πιέζω κάτι για να βγάλω τον χυμό του, στείβω 2. (ως παθ.) πλακώνομαι αρχ. πιέζω δυνατά …   Dictionary of Greek

  • ἀποπιέζω — ἀπό πιέζω Ep.. pres subj act 1st sg ἀπό πιέζω Ep.. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»